ὀφιοειδής

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A like a serpent, Dsc.2.166.

German (Pape)

[Seite 426] ές, schlangenähnlich, -artig, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.

Greek Monolingual

-ές (Α οφιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με φίδι
νεοελλ.
αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, ελικοειδής.
επίρρ...
οφιοειδώς
με οφιοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -ειδής].