παιδαρικός

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ή, όν,

   A for slaves, of perquisites, PHamb.23.33 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 439] kindisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παιδᾰρικός: -ή, -όν, = παιδικός, Ἐπιφάν. Ι, 925Α.

Greek Monolingual

παιδαρικός, -ή, -όν (ΑΜ) παιδάριον
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιδαρικά
αμοιβή τών δούλων εργατών σε αγρόκτημα
αρχ.
παιδικός.