παλινορθώνω

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. επαναφέρω κάτι στην αρχική του θέση
2. ξαναφέρνω κάποιον στην εξουσία από την οποία είχε εκπέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ορθώνω].