παλιμπλεκής

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A twined or plaited back, κύρτοι Opp.H.4.47.

German (Pape)

[Seite 449] ές, zurück, entgegen geflochten, κύρτοι, Opp. Hal. 4, 47, frühere Lesart παλιμπλακής.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπλεκής: -ές, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω πεπλεγμένος, κύρτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 47.

Greek Monolingual

παλιμπλεκής, -ές (Α)
ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ-πλεκής].