παιδοσπόρος

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον,

   A begetting children, Ar.Fr.358.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder säend, erzeugend, Ar. frg. 328.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοσπόρος: -ον, ὁ σπείρων, γεννῶν παῖδας, τέκνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. παιδοποιός.
Étymologie: παῖς, σπείρω.

Greek Monolingual

παιδοσπόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που γεννά τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω)].