παιδοποιός

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοποιός Medium diacritics: παιδοποιός Low diacritics: παιδοποιός Capitals: ΠΑΙΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: paidopoiós Transliteration B: paidopoios Transliteration C: paidopoios Beta Code: paidopoio/s

English (LSJ)

παιδοποιόν,
A begetting or bearing children, δάμαρ E. Andr.4, cf. J.AJ4.8.23; π. ἁδονά E.Ph.338 (lyr.).
2 generative, σπέρμα Hdt.6.68.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder zeugend; σπέρμα, Her. 6, 68; δάμαρ, Eur. Andr. 4; ἁδονά, Phoen. 340; συμφορά, Rhes. 980; σπέρμα, Her. 6, 68; Sp., wie Plut. Aem. Paul. 5; σῶμα, Ael. H. A. 17, 42.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui engendre des enfants.
Étymologie: παῖς, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοποιός -όν [παῖς, ποιέω] kinderen voortbrengend.

Russian (Dvoretsky)

παιδοποιός:
1 способный производить потомство, могущий оплодотворять (σπέρμα Her.);
2 рождающий детей (δάμαρ Eur.; γυνή Plut.);
3 связанный с деторождением (ἁδονά Eur.).

Greek Monolingual

παιδοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που γεννά παιδιά
2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ποιός].

Greek Monotonic

παιδοποιός: -όν (ποιέω
1. αυτός που κάνει ή γεννάει παιδιά, σε Ευρ.
2. γεννητικός, παραγωγικός, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, παράγων, γεννῶν παιδία, δάμαρ Εὐρ. Ἀνδρ. 4· ἡδονὴ παιδ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 338. 2) γεννητικός, σπέρμα Ἡρόδ. 6. 68.

Middle Liddell

παιδο-ποιός, όν ποιέω
1. begetting or bearing children, Eur.
2. generative, Hdt.

English (Woodhouse)

begetting children

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)