παιδοσπόρος

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοσπόρος Medium diacritics: παιδοσπόρος Low diacritics: παιδοσπόρος Capitals: ΠΑΙΔΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: paidospóros Transliteration B: paidosporos Transliteration C: paidosporos Beta Code: paidospo/ros

English (LSJ)

παιδοσπόρον, begetting children, Ar.Fr.358.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder säend, erzeugend, Ar. frg. 328.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. παιδοποιός.
Étymologie: παῖς, σπείρω.

Russian (Dvoretsky)

παιδοσπόρος: Arph. = παιδοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοσπόρος: -ον, ὁ σπείρων, γεννῶν παῖδας, τέκνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328.

Greek Monolingual

παιδοσπόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που γεννά τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω)].

Greek Monotonic

παιδοσπόρος: -ον (σπείρω), αυτός που σπέρνει παιδιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

παιδο-σπόρος, ον, σπείρω
begetting children, Ar.