πανατρεκής

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A all-exact, infallible, φάτις Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta); μνῆμα AP7.594 (Jul.): neut. as Adv., A.R.4.1382.

German (Pape)

[Seite 457] ές, ganz unfehlbar, wahrhaft, μνῆμα, Iul. Aeg. 63 (VII, 594); als adv. πανατρεκές Ap. Rh. 4, 1332.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνατρεκής: -ές, ὅλως ἀτρεκής, παναληθής, Ἀνθ. Π. 7. 594˙ - οὐδ. -ές, ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1382.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véritable, infaillible ; n. adv. • πανατρεκές très certainement.
Étymologie: πᾶν, ἀτρεκής.

Greek Monolingual

πανατρεκής, -ές (Α)
1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές
αληθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»].