πανάγορσις

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = παναγορία, ib.26.

Greek (Liddell-Scott)

πανάγορσις: ἡ, = πανήγυρις, λέξις Ἀρκαδικ., BCH XIII 281, 26.

Greek Monolingual

πανάγορσις, ἡ (Α)
(αρκαδ. λ.) πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ- του ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα -σις].