πανάγορσις

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανάγορσις Medium diacritics: πανάγορσις Low diacritics: πανάγορσις Capitals: ΠΑΝΑΓΟΡΣΙΣ
Transliteration A: panágorsis Transliteration B: panagorsis Transliteration C: panagorsis Beta Code: pana/gorsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = παναγορία, ib.26.

Greek (Liddell-Scott)

πανάγορσις: ἡ, = πανήγυρις, λέξις Ἀρκαδικ., BCH XIII 281, 26.

Greek Monolingual

πανάγορσις, ἡ (Α)
(αρκαδ. λ.) πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ- του ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα -σις].