παλιμπυγηδόν
English (LSJ)
Adv.
A rump-foremost, Arist. PA659a20, Hsch.
German (Pape)
[Seite 449] rückwärts, Arist. part. an. 2, 16, zw.; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπῡγηδόν: Ἐπίρρ., «ὀπισθόκωλα», Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 6 (κοινῶς πάλιν πυγηδόν). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιμπυγηδόν· τὸ εἰς τοὐπίσω ἀναποδίζειν».
Greek Monolingual
παλιμπυγηδόν (Α)
επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)].