παλιμπυγηδόν

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

Adv.

   A rump-foremost, Arist. PA659a20, Hsch.

German (Pape)

[Seite 449] rückwärts, Arist. part. an. 2, 16, zw.; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπῡγηδόν: Ἐπίρρ., «ὀπισθόκωλα», Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 6 (κοινῶς πάλιν πυγηδόν). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιμπυγηδόν· τὸ εἰς τοὐπίσω ἀναποδίζειν».

Greek Monolingual

παλιμπυγηδόν (Α)
επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)].