πισώκωλα

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

και πισόκωλα Ν
επίρρ.
1. με τα νώτα
2. από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + κώλος + επιρρμ. κατάλ. -α].