παραδιόρθωσις

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A marginal correction, in pl., Plu.2.33b.

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, Verbesserung durch ein Danebenstellen, Plut. de aud. poet. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιόρθωσις: ἡ, διόρθωσις ἐν τῷ περιθωρίῳ, Πλούτ. 2. 33Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire une correction mauvaise.
Étymologie: παρά, διορθόω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α παραδιορθώ
διόρθωση κειμένου στο περιθώριο.