παρακόρη

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. θετή κόρη, ψυχοκόρη
2. νεαρή κόρη που βοηθά τη νοικοκυρά στις δουλειές του σπιτιού και κατοικεί μέσα στο σπίτι, υπηρέτρια.