παραδοξολογία

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἡ,

   A tale of wonder, marvel, εἰς π. τοῖς μεθ' ἡμᾶς φῦναι Aeschin.3.132, cf. Plb.3.47.6, 3.58.9, prob. in Phld. Po.5.33 (pl.); love or use of paradox, Plu.2.1071d, Simp.in Ph.50.26.

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, Rede von wunderbaren Dingen; εἰς παραδοξολογίαν τοῖς ἐσομένοις μεθ' ἡμᾶς ἔφυμεν, Aesch. 3, 132; ἡ περί τινος, Pol. 3, 47, 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξολογία: ἡ, τὸ παράδοξα λέγειν, εἰς π. τοῖς ἐσομένοις φῦναι Αἰσχίν. 72. 24, πρβλ. Πολύβ. 3. 47, 6., 3. 58, 9· ἡ τῶν παραδόξων ἀγάπη, Πλούτ. 2. 1046Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 récit de choses incroyables ou extraordinaires;
2 amour du paradoxe.
Étymologie: παραδοξολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παραδοξολόγος
νεοελλ.
1. η περιγραφή απίθανων, φανταστικών πραγμάτων
2. ο παράδοξος λόγος
μσν.-αρχ.
η αφήγηση θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων
αρχ.
η προτίμηση ή η χρήση τών θαυμαστών πραγμάτων.