παραμυθάς

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. παραμυθού
1. άτομο προικισμένο με την ικανότητα να αφηγείται παραμύθια με ωραίο τρόπο
2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη συγγραφή και τη διήγηση παραμυθιών, μυθογράφος
3. αυτός που συνηθίζει να διηγείται φανταστικές και ψεύτικες ιστορίες σαν να είναι αληθινές, ψευδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι + κατάλ. -άς / -ού (πρβλ. λογ-άς / λογ-ού)].