παρενόχληση
Greek Monolingual
η / παρενόχλησις, -ήσεως, ΝΑ παρενοχλώ
η διατάραξη της ησυχίας κάποιου, η ενόχληση κατά την διάρκεια της εργασίας κάποιου
νεοελλ.
στρ. «παρενόχληση του εχθρού» — η παρεμπόδιση τών προσπαθειών του εχθρού με μικρές, σύντομες και αιφνιδιαστικές επιθέσεις.