παρείσειμι

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo), = παρεισέρχομαι, Men.202, Nicostr. Com.4, Philippid.8, Arist.Resp.476a30.

German (Pape)

[Seite 512] (s. εἶμι), = παρεισέρχομαι; Antiphan. bei Ath. III, 118 e; Pol. 5, 75, 8, wie a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρείσειμι: (εἶμι), = παρεισέρχομαι, Νικόστρατ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 1, Φιλιππίδης ἐν Ἀνανεώσει» 4. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3.

Greek Monolingual

Α
παρεισέρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»].