παρεισέρχομαι
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
with aor. and pf. Act.,
A come or go in beside: Medic., of fingers or instruments, to be inserted, Gal.18(1).323, 332: generally, come in, ὅπως… τύχη παρεισέλθῃ Epicur.Fr.281p.351U.; παρεισελθόντες ὡς φίλιοι Plb.1.7.3, al.; νόμος παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα Ep.Rom. 5.20; π. ἄφνω πρὸς τὴν ἑστίαν Plu.Cor. 23; to be introduced, of a side-issue, Gal.8.749: c. inf., π. κατασκοπῆσαι Ep.Gal.2.4.
II occur, suggest itself, of an idea, τινι Vett. Val.357.9.
German (Pape)
[Seite 512] (s. ἔρχομαι), daneben od. heimlich hinein-, dazu kommen; Pol. 1, 7, 3 u. öfter; εἰς τὸ στρατόπεδον, Plut. Poplic. 17; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
c. παρεισδύομαι.
Étymologie: παρά, εἰσέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εισέρχομαι heimelijk binnengaan, binnendringen:. παρεισῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον hij sloop het kamp binnen Plut. Publ. 17.2; παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι zij zijn binnengeslopen om te spioneren NT Gal. 2.4.
Russian (Dvoretsky)
παρεισέρχομαι:
1 проскальзывать, прокрадываться (εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.);
2 приходить после, присоединяться (νόμος παρεισῆλθεν NT).
English (Strong)
from παρά and εἰσέρχομαι; to come in alongside, i.e. supervene additionally or steathily: come in privily, enter.
English (Thayer)
2nd aorist παρεισῆλθον;
1. to come in secretly or by stealth (cf. παρά, IV:1), to creep or steal in (Vulg. subintroeo): Polybius 1,7, 3; 1,8, 4; (especially) 2,55, 3; Philo de opif. mund. § 52; de Abrah. § 19, etc.; Plutarch, Poplic. 17; Clement, homil. 2,23).
2. to enter in addition, come in besides (Vulg. subintro): Romans 5:20, cf. 12.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. εισέρχομαι κάπου από πλάγια είσοδο ή με δόλο
2. εισέρχομαι, μπαίνω κάπου
μσν.
εισέρχομαι κατόπιν
αρχ.
1. παρεντίθεμαι, παρεμβάλλομαι
2. φρ. «παρεισέρχεταί μοι» — μου έρχεται τυχαία ή ξαφνικά μια ιδέα.
Greek Monotonic
παρεισέρχομαι: αποθ. με Ενεργ. αορ. και παρακ., έρχομαι ή πηγαίνω πλαγίως ή κρυφά, σε Πολύβ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισέρχομαι: ἀποθ., μετ’ αὀρ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., εἰσέρχομαι πλαγίως ἢ λάθρα, Πολύβ. 1. 7, 3, κ. ἀλλ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· π. ἄφνω Πλουτ. Κοριολ. 23· μετ’ ἀπαρ., π. κατασκοπῆσαι Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4.
Middle Liddell
Dep. with aor. and perf. act. to come or go in beside or secretly, Polyb., NTest.
Chinese
原文音譯:pareisšrcomai 爬而-誒士-誒而何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-進入-來
字義溯源:從旁進來,進來,偷著進來,私下,外添;由(παρά)*=旁,出於)與(εἰσέρχομαι)=進來)組成;而 (εἰσέρχομαι)又由(εἰς)*=到,進入)與(ἔρχομαι)*=來)組成
出現次數:總共(2);羅(1);加(1)
譯字彙編:
1) 私下(1) 加2:4;
2) 外添的(1) 羅5:20