παρσουλακίρ

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

τρίβων, Hsch. (Lacon. for Παραθυλακίς).

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρίβων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. αντί του άχρηστου παραθυλακίς < παρ(α)- + θυλακίς.