πασίγνωστος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A all-known, famous, Sch.Lyc. 12.

German (Pape)

[Seite 531] allbekannt, Schol. Lycophr. 11, Erkl. von εὐμαθής.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱσίγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ τοῖς πᾶσι γνωστός, Σχολ. εἰς Λουκ. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο / πασίγνωστος, -ον, ΝΑ
ο γνωστός σε όλους, γνωστότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + γνωστός (< γιγνώσκω)].