παρμένος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
ως επίθ.
1. ο ημιπληγικός, ο ημίπληκτος, ο ημιπαράλυτος, και γενικά ο βλαμμένος σωματικώς
2. συνεκδ. ο διανοητικά καθυστερημένος, λιγόμυαλος, ανώμαλος
3. μτφ. φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, έξω από την πραγματικότητα
4. (ως μτχ. παθ. παρακμ. του παίρνω) ο ειλημμένος, αυτός που έχει ληφθεί.