πατροφάγος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A devouring one's patrimony, spendthrift, Gloss.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει, που καταδαπανά την πατρική περιουσία, σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. σαρκο-φάγος.