Α(κατά τον Ησύχ.) «βουλευταί».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πελιγᾶνες όπως και ο τ. πελιγόνες, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικοί τ. μακεδονικής προέλευσης που συνδέονται με το επίθ. πελιδνός (για τη σημ. τών τ. πρβλ. πέλεια: πέλειος)βλ. και λ. πελιδνός.