πελιγόνες

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελιγόνες Medium diacritics: πελιγόνες Low diacritics: πελιγόνες Capitals: ΠΕΛΙΓΟΝΕΣ
Transliteration A: peligónes Transliteration B: peligones Transliteration C: peligones Beta Code: peligo/nes

English (LSJ)

Maced., = οἱ ἐν τιμαῖς, Str. 7 Fr. 2; also Lacon. and Massaliot., = γέροντες, ibid.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. (στους Μακεδόνες) «οἱ ἐν τιμαῖς»
2. (στους Λάκωνες και Μασσαλιώτες) «γέροντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιγάνες].