[Seite 551] s. πελιός, πελλός.
ή, όν :de couleur sombre, noirâtre, noir.Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.
(I)ὁ, Α(δ. γρφ.) βλ. πελλός.———————— (II)οβλ. πελελός.