πελίδνωμα

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A livid spot, Sch. Theoc. 5.99, Suid. s.v. ὑπώπια.

German (Pape)

[Seite 551] τό, eine bleifarbige, mit Blut unterlaufene Stelle, ein blauer Fleck, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελίδνωμα: τό, κηλίς, πελιδνή, «μελανάδα», Σχολ. Θεοκρ. 5. 99, Σουΐδ. ἐν λ. ὁπώπια.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πελιδνούμαι
μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα.