μελανάδα

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

η μελανός
1. το μαύρο χρώμα, η μελανότητα
2. η μελανωπή κηλίδα στο δέρμα που προέρχεται συνήθως από μωλωπισμό, η μελανιά
3. το μελανό χρώμα του δέρματος που προέρχεται από ψύχος ή από παθολογικά αίτια.