πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
πελιδνοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ πελιδνόςγίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμανεοελλ.χάνω το χρώμα μου από φόβο.