πειθοδικαιόσυνος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.

Spanish

defensor de la causa de la justicia

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + δικαιοσύνη.