πεμματουργός

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ὁ,

   A pastrycook, Luc.Sat.13.

German (Pape)

[Seite 553] ὁ, Kuchenbäcker, Luc. Cronosol. 13.

Greek (Liddell-Scott)

πεμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευαστὴς πεμμάτων, Λουκ. Κρονοσόλων 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pâtissier.
Étymologie: πέμμα, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πέμματα, ζαχαροπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμμα, -ατος «τροφή» + -ουργός (< ἔργον)].