πενταχοίνικος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A containing five χοίνικες, Poll.4.168.

Greek (Liddell-Scott)

πενταχοίνῐκος: -ον, ὁ χωρῶν πέντε χοίνικας, «μέτρων δὲ ὀνόματα μέδιμνος, …, χοῖνιξ, τριχοίνικον, πενταχοίνικον» κτλ. Πολυδ. Δ΄, 168.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε χοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -χοίνικος (< χοῖνιξ, -ικος), πρβλ. τρι-χοίνικος].