περίθλαση

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / περίθλασις, -άσεως, ΝΜΑ περιθλώ
το να πιεσθεί και να σπάσει κάτι ολόγυραπερίθλαση οστού»)
νεοελλ.
φυσ. φαινόμενο της κυματικής το οποίο παρατηρείται όταν τα ακουστικά, οπτικά, ηλεκτρομαγνητικά κ.ά. κύματα, ανεξάρτητα από τη φύση τους, συναντούν εμπόδια ή ανοίγματα της ίδιας τάξης μεγέθους με το μήκος κύματός τους, και το οποίο συνίσταται στην διαταραχή του τρόπου διάδοσης τών κυμάτων, τα οποία, τότε, είτε περιρρέουν το εμπόδιο είτε απομακρύνονται από το άνοιγμα διασκορπιζόμενα προς όλες τις κατευθύνσεις.