περιμετωπίδιος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A on the forehead, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cod. θ).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωποπεριμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μετωπίδιος (< μέτωπον)].