περιρρώξ

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ,

   A broken off all round, abrupt, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Plb.9.27.4, cf. D.H.9.15 (=Plb.Fr.200).

Greek (Liddell-Scott)

περιρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἀπόκρημνος πανταχόθεν, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Πολύβ. 9. 27, 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 15· πρβλ. ἀπορρώξ.

Greek Monolingual

-ῶγος, ὁ, ἡ, Α
(για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυραπέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ-ρωγ-α), πρβλ. από-ρρωξ, κατά-ρρωξ].