περίρρυσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = περιρροή 1, Agatharch.50. II violent discharge, Gal.19.456.
Greek (Liddell-Scott)
περίρρῠσις: -εως, ἡ, = περιρροή, νῆσον ποιεῖ (ὁ ποταμὸς) τῇ περιρρύσει τὴν Μερόην Ἀγάθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 451. 35. ΙΙ. ἰσχυρὰ ῥοὴ εἰς τὰ πέριξ, αἱμορραγία ἐστὶν αἵματος λάβρος ἔκχυσις κατὰ περίρρυσιν μὲν μεγάλης οὔσης τρώσεως, κατ’ ἀκοντισμὸν δὲ εἰς στενότητα τυγχάνουσα ὡς ἐπὶ φλεβοτομιῶν Γαλην. τ. 19. σ. 456, 15.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α
1. περιρροή, το να ρέει κάτι γύρω γύρω, από παντού
2. ακατάσχετη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά-ρρυσις].