περιστιχίζω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

= περιστοιχιζω, A.Ag.1383.

German (Pape)

[Seite 594] in Reihen umherstellen, wie περιστοιχίζω, ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥςπερ ἰχθύων, περιστιχίζω, Aesch. Ag. 1356.

Greek (Liddell-Scott)

περιστῐχίζω: περιστοιχίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1383.

French (Bailly abrégé)

c. περιστοιχίζω.

Greek Monolingual

Α
περιστοιχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + στίχος «σειρά, γραμμή»].