περιστιχίζω
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 594] in Reihen umherstellen, wie περιστοιχίζω, ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ ἰχθύων, περιστιχίζω, Aesch. Ag. 1356.
French (Bailly abrégé)
c. περιστοιχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστιχίζω zie περιστοιχίζω.
Russian (Dvoretsky)
περιστῐχίζω: расставлять кругом (ἄπειρον ἀμφίβληστρον Aesch.).
Greek Monolingual
Α
περιστοιχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + στίχος «σειρά, γραμμή»].
Greek Monotonic
περιστῐχίζω: (στίχος), κυκλώνω ολόγυρα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
περιστῐχίζω: περιστοιχίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1383.