περιστοιχίζω

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστοιχίζω Medium diacritics: περιστοιχίζω Low diacritics: περιστοιχίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΙΧΙΖΩ
Transliteration A: peristoichízō Transliteration B: peristoichizō Transliteration C: peristoichizo Beta Code: peristoixi/zw

English (LSJ)

surround as with toils or nets, of a besieging army, interpol. in Plb.8.5.2, etc.; dub. in Sm.Ps.47(48).13, Quint.Ho.8.13: metaph., J.AJ17.2.4:—Med. (fut. -ιοῦμαι D.C.50.31), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται D.4.9, cf. D.C.39.3:—Pass., ὑπό τινων Id.49.30, al., Aristaenet.1.9; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Ph.Fr.104 H.; κλύδωνι φροντισμάτων Hld.7.4, cf. Pall.in Hp.2.112D.

German (Pape)

[Seite 594] rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.

French (Bailly abrégé)

tendre des filets tout autour ; envelopper.
Étymologie: περίστοιχος.

Russian (Dvoretsky)

περιστοιχίζω:
1 возводить кругом (τεῖχος Polyb.);
2 med. перен. окружать, оцеплять (κύκλῳ τινά Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

περιστοιχίζω: περικυκλῶ ὡς διὰ δικτύων, ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, Πολύβ. 8. 5, 2, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύκλῳ πανταχῆ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται Δημ. 43. 1, πρβλ. 72. 13, Δίων Κ. 93.3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστοιχίσαντες· περιλαβόντες».

Greek Monolingual

ΝΜΑ
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα κοντά στο άλλο
νεοελλ.
μτφ. συνοδεύω κάποιον, είμαι ο ακόλουθός του («τον περιστοιχίζουν διάφοροι κόλακες»)
αρχ.
1. (σχετικά με πολιορκούμενο στράτευμα) περιβάλλω κυκλικά σαν να περικλείω με δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστοιχίσαντες
περιλαβόντες»
3. μέσ. περιστοιχίζομαι
α) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον για προσωπικό μου συμφέρον
β) μτφ. περιβάλλομαι («κινδύνοις περιστοιχιζόμενος μυρίοις», Ηλιοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-στοιχίζω en περιστιχίζω stokken rondom plaatsen.