περισσότης

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

Att. περιττ-, ητος, ἡ, (περισσός)

   A extravagance, excess, in pl., Isoc.10.7; π. μιαιφονιῶν D.C.77.16 ; pomp, ἡ ἐν τοῖς βίοις π. καὶ πολυτέλεια Plb.9.10.5.    2 in style, redundancy, Hermog.Meth.5.    3 ἐκ περισσότητος [κατηγορεῖν], ex abundanti, Aps.Rh.p.223 H.    II eminence, excellence, D.S.1.94 ; ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. Id.18.26.    III of numbers, unevenness, opp. ἀρτιότης, Arist.Metaph.1004b11.

German (Pape)

[Seite 593] ητος, ἡ, att. -ττότης, Ueberfluß, Uebermaaß, Uebertreibung; im plur., neben θαυματοποιίαι, Isocr. 10, 7; Pracht, Pol. 9, 10, 5; Gesuchtheit, z. B. im Styl; auch Vorzüglichkeit, D. Sic. 1, 94.

Greek (Liddell-Scott)

περισσότης: μεταγεν. Ἀττ. περιττ-, ητος, ἡ, (περισσὸς) τὸ περισσόν, ὑπερβολή, ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 209C· π. μιαιφονίας Δίων Κ. 77. 16· ― μάλιστα ὑπερβολὴ κοσμημάτων, πομπή, ἡ ἐν τοῖς βίοις π. Πολύβ. 9. 10, 5· ― ἐπὶ ὕφους, πλεονασμός, περιττολογία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. τοῦ Ἁλ. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν τὸ εἶναι περιττόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρτιότης, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18. ΙΙ. τὸ ἐξέχον, ὑπεροχή, Διόδ. 1. 94· ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. 18. 26.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
excès, particul. excès de recherche, luxe, somptuosité.
Étymologie: περισσός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. περιττότητα.