περιττότητα
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
η / περισσότης, -ητος και αττ. τ. περιττότης, ΝΜΑ περιττός/περισσός
1. η ιδιότητα του περιττού, το να είναι κάτι περιττό, παραπανήσιο, άχρηστο
2. η ιδιότητα του περιττού αριθμού, το να είναι ένας αριθμός περιττός.