περιτροχασμός

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ὁ, f.l. for -ισμός in Antyll. ap. Orib.6.22.10.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχασμός: -οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν τῇδε κἀκεῖσε, Ὀρειβάσ. 113 Matth.

Greek Monolingual

και περιτροχισμός, ὁ, Α περιτροχάζω
το να τρέχει κάποιος γύρω από κάτι.