περισπείρω

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A spread all round, Apollod.Poliorc.145.13 (Pass.), Ach. Tat.Intr.Arat.1 :—Pass., -σπείρεται φλόξ Gal.7.314.

German (Pape)

[Seite 592] umher säen, streuen, ringsumher ausstreuen, δρόσον, Eur. Andr. 167, v. l.

Greek (Liddell-Scott)

περισπείρω: διασπείρω τῇδε κἀκεῖσε, ἀπεράντους ζητήσεις καὶ λογομαχίας περισπείροντες Γρηγ. Θαυματ. σ. 7C, κλ.

Greek Monolingual

Α
σπείρω κυκλικά, διασπείρω, διασκορπίζω ολόγυρα («ἀπεράντους ζητήσεις καὶ λογομαχίας περισπείροντες», Γρηγ. Θαυμ.).