περιφλίω
English (LSJ)
[ῐ],
A to be almost bursting with, ἀλοιφῇ Nic.Al.62 (v.l. -φλῐδόωντος from περι-φλῐδάω).
Greek Monolingual
Α
είμαι υπερπλήρης, φουσκωμένος με κάτι («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το λίπος, Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλίω «είμαι φουσκωμένος, γεμάτος» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. της μτχ. περιφλίοντος), βλ. λ. φλίω.