πευθώ

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

οῦς, ἡ,

   A tidings, A.Th.370.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, Kunde, Nachricht, πευθώ τιν' ἡμῖν νέαν φέρει, Aesch. Spt. 352.

Greek (Liddell-Scott)

πευθώ: -οῦς, ἡ, ἀγγελία, πευθώ τιν’ ἡμῖν… νέαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 370.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
information, nouvelle.
Étymologie: cf. πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-οῡς, ἡ, Α
αναγγελία, ανακοίνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύθομαι + επίθημα -ώ (πρβλ. φειδ-ώ: φείδομαι)].