η, Ν1. θήκη πετσέτας2. σκεύος ή έπιπλο, στο οποίο τοποθετούνται οι πετσέτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσέτα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].