πετσετοθήκη

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. θήκη πετσέτας
2. σκεύος ή έπιπλο, στο οποίο τοποθετούνται οι πετσέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσέτα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].