A = ῥαγάς, rent, cleft, Hsch., Phot.
[Seite 610] = ῥαγάς, Riß, Spalt, Gramm.
πῆλυξ: ῥαγάς, ῥῆγμα, ῥωγμή, σχισμάς, Ἡσύχ., Φώτ.
ἡ, Αρωγμή, σχισμάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σπῆλυγξ (βλ. λ. σπήλαιο)].