πιθήκη

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ψύλλα, Ael.NA6.26.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
puce, insecte.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

ἡ, Α
είδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια εξαιτίας τών οποίων ονομαζόταν και ψύλλα, ορειβάτης, υλοδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος, με αλλαγή γένους].