η, Ν(χορογρ.) πλήρης επί τόπου περιστροφή του χορευτή ή της χορεύτριας κατά την οποία το σώμα στηρίζεται στο ένα πόδι-άξονα ενώ τα χέρια, το κεφάλι και το άλλο πόδι δίνουν την φορά της κίνησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pirouette].