πιρουέτα

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(χορογρ.) πλήρης επί τόπου περιστροφή του χορευτή ή της χορεύτριας κατά την οποία το σώμα στηρίζεται στο ένα πόδι-άξονα ενώ τα χέρια, το κεφάλι και το άλλο πόδι δίνουν την φορά της κίνησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pirouette].