πιτυρούχος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος
ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].